Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Διατροφή Αρχαίων Ελλήνων




Όταν ένας Έλληνας ναυτικός έφτανε σε ξένη και άγνωστη χώρα, οι τρεις πρώτες ερωτήσεις πού έκανε ήταν:
- Οι άνθρωποι εδώ γνωρίζουν της Δήμητρας το φυτό (δηλαδή το στάχυ, το ψωμί);
- Γνωρίζουν του Διονύσου το ποτό (δηλαδή το κρασί);
- Έχουν κυβέρνηση των πολλών (δηλαδή δημοκρατία); (Βλ. Ευριπίδη Κύκλωψ).

Όπως μαθαίνουμε από τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου, οι Έλληνες είχαν 72 είδη ψωμιού! Οι δημητριακοί καρποί - που οδήγησαν στους πρώτους οικισμούς - είναι ή βάση της ανθρώπινης διατροφής, και γι’ αυτό το στάρι ήταν (και είναι πάντα) διατιμημένο, από όλα τα καθεστώτα. Από τα 72 είδη ψωμιού, άλλα ήταν πιο πρωτόγονα κι άλλα πιο εκλεπτυσμένα.




Ο δάρατος άρτος (ο θεσσαλικός) ήταν άζυμος, ο κριμνίτης από κριθαρένιο αλεύρι, ο κριβανίτης από σταρίσιο, αλλά ψημένος στους μικρούς παραδοσιακούς φούρνους της Αττικής (αυτόν έτρωγε ο Αριστοφάνης και οι άλλοι θιασώτες των «αρχαίων» συνηθειών).

Ο συγκομιστής ήταν άγριος, ζυμωμένος με όσα αλεύρια είχαν περισσέψει. Η αφρόκρεμα έτρωγε τον σεμιδαλίτη άρτο, πού ήταν καλοζυμωμένος με ψιλοκοσκινισμένη πάλλευκη φαρίνα από σκληρό σιτάρι (από σεμίδαλιν ή σιμιγδάλι όπως θα λέγαμε σήμερα).

Έχουμε αρκετές πληροφορίες για το πώς έτρωγαν οι αρχαίοι. Τις περισσότερες τις έχουμε για την αλεξανδρινή και την ελληνορωμαϊκή περίοδο. Τα συμπόσια ήταν ή μεγαλύτερη - και σίγουρα ή ακριβότερη - από τις απολαύσεις της εποχής. Τα ρωμαϊκά φαγοπότια είναι πασίγνωστα.

Ό βαθύπλουτος Ρωμαίος Γάβιος Απίκιος, πού έζησε την εποχή του Χριστού - και πού μας άφησε ένα σωρό πολύπλοκες συνταγές - είχε ξοδέψει εξήντα δισεκατομμύρια σημερινές δραχμές (φαντασθείτε την αξία σε ευρώ!) για τα συμπόσια πού οργάνωνε για τούς φίλους του. Στο τέλος αυτοκτόνησε από φόβο ότι θα πεθάνει από την... πείνα!




Γάβιος Απίκιος



Υπάρχει μία συνταγή για γλυκό, του Απίκιου που διασώθηκε. Ο ίδιος το αναφέρει απλώς ως «Ένα άλλο γλυκό πιάτο» και η συνταγή του έχει ως εξής: «Σπάστε (κάντε φέτες) το καλύτερο λευκό ψωμί, χωρίς την κόρα, σε μεγάλα κομμάτια, βουτήξτε τα σε γάλα και αυγά και τηγανίστε σε λάδι. Σκεπάστε με μέλι και σερβίρετε».


Εδέσματα

Τραγήματα (ορεκτικά αλμυρά). Ξηρά, ή βρασμένα και τα περισσότερα τσιγαρισμένα:
Ώχρος (πασατέμπος)
Κύαμος (κουκιά)
Ερέβινθοι (στραγάλια)

Νώγαλα (επιδόρπια γλυκά)
Βότρυς (σταφύλι)
Φοίνιξ (χουρμάς)
Ροιά (ρόδι)
Μιμαίκυλα (κούμαρα)
Συκάμινα (μούρα και μόρα, για τούς Έλληνες της Αλεξάνδρειας).
Ισχάς (η ισχάς είναι γένους θηλυκού) το ξηρό σύκο.
Ασταφίδες (σταφίδες)
Πυραμίς (επιδόρπιο γλύκισμα)
Ωόν (αυγό)

Αρτύματα (καρυκεύματα) για τα καταχύσματα (σάλτσες)
Άλας (αλάτι)
Πέπερις ή πέπερι (πιπέρι)
Έλαιον (λάδι ελιάς)
Οίνος (κρασί)
Όξος (ξίδι)
Ωοτάριχον (αυγοτάραχο, ταραμάς)
Νάπυ (μουστάρδα Κύπρου)
Θύμος (θυμάρι Υμηττού)
Ορίγανος (ρίγανη Τενέδου)
Οξέλαιον (λαδόξιδο)
Γαρέλαιον (αλατόλαδο)
Πεπερόγαρον (αλατοπίπερο)




Λεξιλόγιο εδεσμάτων (όψα ή τραγήματα) από τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου

Άπια και ίφια μήλα (απίδια και σαρκώδη μήλα)
Ασταφίδαι και ισχάδαι (σταφίδες και ξηρά σύκα, που φέρνουν γλυκά όνειρα, όπως λέει ο Έρμιππος από τη Ρόδο).
Γογγυλίς (ρεπάνι).
Εγχέλεις πλωταί (χέλια πού κολυμπούν στην επιφάνεια του νερού) συνήθως τα ψάρευαν από την Κωπαΐδα, τη λίμνη της Βοιωτίας.
Έριφος (κατσίκι).
Θύννος (το ψάρι τόνος).
Κεστρέα (το ψάρι κέφαλος)
Μαινίς (σπάρος)
Μύραινα (σμέρνα, είδος χελιού)
Πάντα ταρίχη (όλα τα παστά) και ειδικά ήταν περιζήτητα τα παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο.
Τήθος (στρείδι)
Συς (γουρουνόπουλο)


Οδηγίες μαγειρικής τού Φιλόξενου

Για τον πολύποδα (χταπόδι):
Τα πλοκάμια του χταποδιού, αν έχουν χτυπηθεί έγκαιρα, είναι καλύτερα βραστά παρά στα κάρβουνα ψημένα, αν είναι βέβαια μεγάλο το χταπόδι.




Για την τρίγλη (μπαρμπούνι):
Το μπαρμπούνι δεν θέλει το κρέας του σκληρό.
Εννοούσαν δηλαδή ότι δεν πρέπει να ξεροψήνονται τα μπαρμπούνια τόσο πολύ ώστε να σκληραίνουν.
Φαίνεται ότι τον γνωστότατο σήμερα «πατσά», οι αρχαίοι Έλληνες δεν τον είχαν και σε μεγάλη υπόληψη καθώς έλεγαν:
Γιά τήν χορδήν (έντερο, πατσάς):
Ελικτά κουδέν υγιές!
(πολύς ο ελιγμός, μηδέν για την υγεία!).

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης- Ένα αληθινό περιστατικό



Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ακρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου (Στάμ Στάμ) δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος , όπως τον κατέγραψε ο Στ. Σταματίου:

«-Κι αυτά τι να τα κάμω; Δεν τα θέλετε;
Και μου έδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πως ήταν πιστοποιητικά απορίας.
–Κράτησέ τα, του είπα, εμάς δεν μας χρειάζονται.
Εσείστηκε, λυγίστηκε ολίγο, έκανε, σκυφτός να φύγη, ξαναγύρισε.
–Τότε αφού δεν σας χρειάζονται αυτά, εγώ με τι δικαίωμα θα πληρωθώ;
–Δεν πειράζει, αρκούμεθα εις τον λόγον σας. Χριστούγεννα είναι τώρα.
–Ναί, αλλά αν δεν πάρετε αυτά, εγώ δεν μπορώ να πάρω χρήματα.
–Μα δεν τα παίρνετε εσείς τα χρήματα, σας τα δίνουμε εμείς!...
–Ε, τότε, πάρτε κι εσείς ετούτα που μου τα ζητήσατε.
Και τα άφησε σιγά και μαλακά απάνω στο τραπέζι. Εσκέφθηκα, μήπως του ζήτησε τίποτα πιστοποιητικά το λογιστήριο.
–Μα τι είναι, επι τέλους αυτά, του λέω, που πρέπει απαραιτήτως να τα πάρουμε;
–Το διήγημα των Χριστουγέννων, που μου εζητήσατε.
–Το διήγημα των Χριστουγέννων... και ποιός είσθε σείς;
–Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
–Ο ίδιος;
–Ο ίδιος και ολόκληρος!
Επεσε το ταβάνι κα μέ πλάκωσε, η πέννα έφυγε απο τα χέρια μου, όλα εκεί μέσα, εικόνες, καρέκλες, βιβλία, εφημερίδες, σαν να στροβιλίσθηκαν γύρω μου και έκανα ώρα να συνέλθω.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αυτός ο πρίγκηψ των Ελλήνων λογογράφων, που τον φανταζόμουνα ακτινοβολούντα, γελαστόν, ωραίον, καλοντυμένον, ευτυχή, γεμάτον εγωϊσμόν, αέρα και μεγαλοπρέπεια, αυτός!...

Αυτός ο μαλακός, ο καλός, ο δειλός, ο φοβισμένος, και τσαλακωμένος άνθρωπος, που στεκότανε με συστολή μαθητού επιμελούς, εκεί ενώπιόν μου!... Αυτός, που μας έδωκε γλύκες πνευματικές και συγκινήσεις ψυχικές, που ανιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ εζωντάνεψε, εμπρός μας, ανθρώπους μακρυνούς κι᾿ αγνώστους, που τούς έκαμε δικούς μας, εντελώς δικούς μας, σαν να περάσαμε μιά ζωή μαζί, αυτός σε μιά τέτοια κατάστασι, εκεί ενώπιόν μου!...

Του έσφιξα το χέρι χωρίς να ημπορώ ούτε μιά λέξι να προφέρω. Απο την ταραχή μου και τη σαστιμάρα μου ούτε το φώς δεν άναψα. Αισθάνθηκα ένα τρεμουλιαστό χέρι να σφίγγη το δικό μου και τον έχασα μέσα εις το σκοτάδι... Εμεινε όμως πίσω μια μοσχοβολιά κηριού που λυώνει εμπρός στις άγιες εικόνες, κάτι από του καντηλιού το σβύσιμο, κάτι από θυμιατού πέρασμα μακρυνό, μακρυνό πολύ...».

 

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΕΛΛΗΝΕΣ > Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΠΟΥ ΑΠΟ ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΙ ΕΝΑΝ - ΕΝΑΣ ΤΟΥΣ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ...

 
Όταν ο πολυμήχανος Οδυσσέας έφθασε τελικά στην ΙΘΑΚΗ, τότε η θεά της Σοφίας τον μεταμόρφωσε σε έναν γέρο ζητιάνο…Ο Οδυσσέας ως ζητιάνος πλησίασε διακριτικά και φανερώθηκε στα πρόσωπα που τον αγαπούσαν…Και όλα αυτά γιατί; Διότι στο παλάτι του Οδυσσέα υπήρχαν οι μνηστήρες, που έτρωγαν την περιουσία του και ήθελαν την γυναίκα του. Οι μνηστήρες πίστευαν πως ο Οδυσσέας ήταν νεκρός μετά απο τόσα χρόνια που έλειπε.

Ο Ήρωας δέχθηκε όλους τους εξευτελισμούς παριστάνοντας τον ζητιάνο. Ωστόσο γνώρισε από κοντά τους μνηστήρες και, μελέτησε τ’ αδύνατα σημεία τους. Έπειτα οργάνωσε σε συνεργασία με τον γιό του Τηλέμαχο το σχέδιο εξόντωσης των μνηστήρων.
Ο γιός του ακολούθησε το σχέδιο πιστά. Ο τελικός σκοπος τους ήταν να παγιδέψουν σε συγκεκριμένο χώρο του παλατιού τους μνηστήρες και, αφού τους εγκλωβίσουν να τους θανατώσουν αιφνιδιαστικά, όπως και έγινε τελικά.
Αν λοιπόν αποσυμβολίσουμε όλα τα παραπάνω και τα τοποθετήσουμε στο σήμερα θα διαπιστώσουμε ότι:
1. Ο γέρος ζητιάνος είναι ο Ελληνικός λαός, που τον νομίζουν πεθαμένο...
2. Ο Τηλέμαχος είναι τα παιδιά της Ελλάδας που διψάνε για ελευθερία και δικαιοσύνη.
3. Η Ιθάκη είναι η ΕΛΛΑΣ, η μήτρα των Ηρώων…
Οι μνηστήρες είναι προφανές το ποιοι είναι….
Αν πραγματικά θέλουμε την λύση ας ανατρέξουμε πίσω… Διότι η ιστορία επαναλαμβάνεται…
Και όπως μας δίδαξε ο Μ. Αλέξανδρος: “ότι δεν λύνεται κόβεται”…